Μπλε κοκκινα τα φωτα, σειρηνες, περιπολικα
ασθενοφορα ελπιδοφορους οδηγουν σε νεκροκρεβατα
και μεσα στον χαοτικο οριζοντα μια φωνη αντιχει,
μια φωνη που μητε αλλος ανθρωπος μπορεσε να γνωρισει,
"αγαπη μου εισαι ομορφη σαν τραπεζα που καιγεται"
Σε πεζοδρομια μισα, κομματιασμενα τρεχω να ξεφυγω
των ιδεων οι κυνηγοι τις σκεψεις μου δεν πρεπει να προλαβουν
και να, σκονταφτω σε κατι που φενοταν σα παγιδα
κλεινω τα ματια και πισω απ' τη βοη ακουω σιωπηλα
"αγαπη μου εισαι ομορφη σαν τραπεζα που καιγεται"
Ομορφη, το μεγαλειο μου ουδεις δε θα αποκτησει απλοχερα
και καιγομαι, ναι καιγομαι σε σκεψεις που αλλαζουνε τα δρομενα
σηκωνομαι και παλι τρεχω σε σοκακια που οι ιδιοι εχουνε χτισει
μα αυτη τη φορα η ιδια μου η φωνη λαλει απ' ακρης σ' ακρη
"αγαπη μου ειμαι ομορφη σαν τραπεζα που καιγεται"